Αναγνώστες

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΓΚΟΥΛΑΜΑΡ(ενα παραμύθι ενηλικων απο τον CIRUT)


Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΓΚΟΥΛΑΜΑΡ

«Φλος- Ρουαγιάλ», δήλωσε ο άνθρωπος του καζίνο. «Παρακαλώ κυρίες και κύριοι τα χρήματα σας». Ο Σάντα κοίταξε τον Πέραντ με απελπισία. «Μεγαλειότατε χάνουμε πάλι, πρέπει να φύγουμε. Οι απώλειες μας είναι τεράστιες». Αυτός τον κοίταξε θολά. Ποιος ξέρει τι ακριβώς έβλεπε. «Σκασμός, ανόητε. Πάντα στο τέλος γυρίζει η τύχη μου. Έτσι δεν έγινε και την άλλη φορά; Μη τη μαγαρίζεις. Τι άλλα χρήματα έχουμε;». «Όχι πολλά. Ίσα ίσα για τα έξοδα επιστροφής». «Φέρτα. Αυτά είναι τα τυχερά. Κάποιος, που θέλει κρέμασμα, με μάτιασε. Δεν εξηγείται τόση γκίνια». Δεν ήταν τυχεροί. Ο Πέραντ χτύπησε δυνατά το τραπέζι. Έκανε να σηκωθεί, παραπάτησε κι έπεσε πάνω στο διπλανό του. «Πρόσεχε, βλάκα. Θα σου σπάσω τα μούτρα», αρπάχτηκε εκείνος. Ο Σάντα πετάχτηκε ανάμεσα τους, σαν ηλεκτρικό βέλος διαφήμισης. «Μην του μιλάτε έτσι. Είναι άρχοντας. Συγνώμη για το πρόβλημα». Άρπαξε τον Πέραντ και τον έβγαλε απ’ το καζίνο. «Αι στα τσακίδια, κωλόμαυροι. Φταίνε αυτοί που σας αφήνουν να μπαίνετε», ακούστηκε ο άλλος. «Εσένα πρέπει να πετάξουν έξω, βρωμορατσιστή, μπατιρόσπορε, ηλίθιε. Δεν ξέρεις με ποιον τα βάζεις, ξεγραμμένε», έσκουξε ο Πέραντ πηδώντας τα σκαλιά πέντε, πέντε.

«Μη ξανάρθουμε, Μεγαλειότατε. Μας έχουν φωτογραφήσει εκατοντάδες κάμερες. Μια θα κάνει τη ζημιά. Τώρα πώς θα γυρίσουμε στο Γκουλαμάρ;». «Το ραντεβού με τον Ούντο ισχύει.
Θα του τηλεφωνήσουμε. Το αεροπλανάκι του θα μας περιμένει». «Καλά τα λες! Μη ξεχνάς όμως, ότι είναι σκληρός Γερμανός. Αν δεν προπληρωθεί, δεν ανάβει μηχανή. Αυτό το ξέρουμε. Τόχει για καλημέρα. Τι θα κάνουμε, λοιπόν;». «Ναι, ο μεθύστακας. Τα θέλει μπροστάντζα. Σιγά τα αγώγια και τη πολλή δουλειά που έχει. Ποιος ανεβαίνει σε σουρωμένο πιλότο;». Τηλεφώνησαν στον Ούντο, στο θέμα των μετρητών τα μάσησαν επιδέξια και ύστερα πήραν ταξί για τ’ αεροδρόμιο. «Έχω κάτι που θα σου γυαλίσει», σα να ακούστηκε ο Πέραντ.
Ο Ούντο δεν ήθελε ούτε να ακούσει για απλήρωτο αγώγι. «Δεν πάω πουθενά. Πάτε κολυμπώντας. Πίνετε, παίζετε και πηδάτε μέχρι να σας τελειώσουν τα φράγκα και μετά παρακαλάτε για βερεσέ. Το είπα. Δεν έχει». «Και γω σου τόπα. Θα σε πληρώσω με πέτρα», έκανε ο μεγαλειότατος. «Ήρθα εδώ, μόνο και μόνο γιατί μούπες ότι έχεις κάτι που γυαλίζει. Από λεφτά τόξερα ότι γδαρμένοι θα ήσασταν. Τώρα δεν έχετε και πέτρες. Και μία που μούδωσες παλιότερα ήταν ψεύτικη, τη φυλάω για να στη φέρω στο κεφάλι». Οι δύο κοιτάχτηκαν γρήγορα. «Θα πληρωθείς με αληθινή πέτρα, εκεί. Αυτή τη φορά θα μας πας μέχρι έξω απ΄ το χωριό!! Για να μας εμπιστευτείς». Ο Ούντο περπατούσε πάνω κάτω. Κοντά στα εξήντα, κοκκινωπός από το αλκοόλ, αραιά ξανθά μαλλιά, στο άσπρο τους τώρα. Παχουλός και ψηλός. Κάθε λίγο έφτυνε. Έβριζε συνέχεια. Αν δεν είχε κεσάτια ούτε που θα το συζητούσε. Τέτοιες βρωμοδουλειές έκανε πάντα. Τελευταία, όλο και περισσότεροι μυστικοί μπουρζουάδες της Αφρικής, πλήρωναν χοντρά ακόμα και για μια νύχτα, στον «αναπτυγμένο» κόσμο. Στα καζίνα, τις γυναίκες και τα χορευτάδικα δηλαδή. Το αεροπλανάκι του έκανε ακριβώς αυτό. Με το αζημίωτο και βαρύ ρεγάλο.
«Θα σας πάω, παλιοκάθικα. Μα αν δεν πληρωθώ, θάρθω στο χωριό σας και θα το κάνω βούκινο, που τους κοροϊδεύετε τους φουκαράδες τους Μάο-Μάο. Αυτοί με τις προβιές και τα κόκαλα στο κεφάλι και σεις γαμπροί με Αρμάνια και Σαιν Λωράν. Θα τους τα πω, συνεννοηθήκαμε;».
«Χα, χα. Σε ποια γλώσσα;», χωράτεψε ο Μεγαλειότατος.
«Εγώ θα πω, πως τους βρίζεις μ’ αυτά που λες και δεν τα καταλαβαίνουν και θα σε βάλουν στο καζάνι με πατάτες να σε φάνε. Με γαρνιτούρα, μάλιστα. Χα, χα, χα».
Ο Ούντο δεν ήταν πράγματι και πολύ σίγουρος, ότι μπορούσε να το κάνει. Ήξερε ότι οι δυο επιβάτες του είχαν στα χέρια τους λεφτά, πολλά λεφτά και θα μπορούσαν και να τον ξεκάνουν με πληρωμένους φονιάδες. Σ’ όλη τη γη. Άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που δεν μίλησε πουθενά γι’ αυτούς μέχρι τώρα. Ήταν σίγουρος ότι ο δαιμονικός βασιλιάς εξαφάνιζε οποιονδήποτε απειλούσε την ασφάλεια του και τις αβυσσαλέες ορέξεις του. Δεν τον ξεγελούσε η απλοϊκή όψη του.
Άναψε μηχανή και βρέθηκαν να πετούν, ενώ ο ουρανός μπροστά τους δεν έδειχνε και πολύ φιλικός. Στον αέρα φάνηκαν τα δύσκολα, πολύ πριν φτάσουν στο Αφρικανικό πέλαγος. «Μη φοβάστε, ρε ζωντόβολα», ακούστηκε ο Γερμανός μέσα στους ήχους της βροχής και του αέρα και ενώ το αεροπλανάκι ανεβοκατέβαινε. «Έχω τόσες χιλιάδες ώρες πτήσης στην πλάτη μου, που δεν έχει όλο μαζί το επιτελείο της Γερμανικής Αεροπορίας. Χαρτογιακάδες και άκαπνοι είναι αυτοί, ρε. Εγώ βγάζω ένσημα για σύνταξη μόνο με τα δικά σας αγώγια, μπεκροκανάτες. Χα, χα, χα. Άμα είχα τα λεφτά σας, ρε, θα αγόραζα ένα νησί στον Ινδικό. Θα είχα πισίνες, γυναίκες και φοίνικες, ένα κότερο να ψαρεύω και ένα καζίνο για να παίζω, όταν βαριέμαι. Και δε θα τόσκαγα από τη φυλή μου σα κλέφτης». «Κι αν έχανες όλα τα λεφτά παίζοντας;», ρώτησε χαμογελώντας πειρακτικά ο Σάντα. «Θα τον έστελνα τον κερδισμένο στον Μανιτού σας, με μια κουμπότρυπα. Χα, χα, χα. Είναι απλό»!
Και οι δυο τον κοιτούσαν ανήσυχοι. Ποιος ξέρει πόσο νάχε πιεί, αν έβλεπε μπροστά του κι αν μπορούσε να τα βάλει με τέτοιο καιρό. Και το Γκουλαμάρ ήταν μακριά. Μόνη εγγύηση η επιβίωση ως την ηλικία του, το σοβαρότερο τεκμήριο για ένα ενεργό πιλότο. «Κι αν χρειαστεί, ξέρεις εσύ Μεγαλειότατε. Θα επικοινωνήσεις με τον μεγάλο θεό μας, τον Ορούλα, τον Μανιτού μας που λέει ο Γερμανός, για να μας σώσει. Άλλωστε σ’ αυτόν βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, όπως ξέρουν οι υπήκοοι μας. Χα, χα, χα», ακούστηκε ο Σάντα. Ο βασιλιάς κοιτούσε οργισμένος κι ανάστατος, μα σιωπηλός.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει το βασίλειο του Γκουλαμάρ στην Αφρική, αν δεν ανακατώνεται με διαμάντια. Γιατί το βασίλειο αυτό, ήταν κάποτε ένα απέραντο αδαμαντωρυχείο, με μια κλειστή κοινωνία. Όλοι δούλευαν στα διαμάντια. Είχαν αναπτύξει την επεξεργασία. Κατά τα άλλα οι κάτοικοι ήταν απολίτιστοι, ιθαγενείς, μια ξεχασμένη Δαρβινική Κιβωτός. Καμιά επαφή με τον έξω κόσμο. Πίστευαν ότι δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στη γη, κάναν υποθέσεις και μαντείες για το πώς θα ήταν οι άλλοι αν υπήρχαν και γενικά δεν ήταν πολύ ευχαριστημένοι με τη ζωή τους. Φορές - φορές πεινούσαν, οι κακουχίες και οι στερήσεις κρατούσαν σταθερό τον πληθυσμό, μα ο θεϊκός βασιλιάς τους γιάτρευε μαγικά, από ένα σωρό αρρώστιες. Τα διαμάντια γι’ αυτούς δεν ήταν τίποτα περισσότερο από όμορφες διακοσμητικές πέτρες, που παλιά φορούσαν όλοι και όλες στο λαιμό. Το βασίλειο όμως, βρισκόταν σε τρομερό κίνδυνο. Αν κάποιοι ξένοι μάθαιναν γι’ αυτά, το κρατίδιο θα γινόταν περιζήτητο φρούτο. Οι στρατοί όλου του κόσμου θα βάδιζαν εναντίον του. Αν πάλι οι κάτοικοι μάθαιναν κάτι τόσο συγκλονιστικό, πιθανόν να αλληλοσπαράζονταν. Σε κάθε περίπτωση το κρατίδιο θα έσβηνε εκεί. Ο Πέραντ ήταν ο πρώτος που έμαθε το μυστικό του έξω κόσμου, άνθος του κακού.
«Την τσάντα με τα φάρμακα, την πήρες ανόητε;», ρώτησε ο βασιλιάς Πέραντ στη γλώσσα τους, για να μη καταλαβαίνει ο πιλότος.
«Χωρίς την τσάντα δεν είμαστε τίποτα. Όλη η μαγική μας δύναμη μέσα σ’ αυτή βρίσκεται. Κάθε φορά που γυρνούμε από τον μεγάλο θεό, τον Ορούλα, πρέπει να αποδεικνύουμε τη χάρη που μας έδωσε. Κολλύρια, αλοιφές, χάπια, κρέμες».
«Μάλιστα, Εξοχότατε», απάντησε ο Σάντα, «το ξέρω. Χωρίς την τσάντα δεν είμαστε τίποτα. Φρόντισα να τα αγοράσω, πριν αρχίσετε να ποντάρετε».
Με αλοιφές και χάπια ανακούφιζαν τον πόνο κι αυτό ήταν που έδενε το λαό μαζί του. Ο βασιλιάς τον σκούντηξε βίαια.
«Είσαι αναιδής και αυθάδης. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σε απολύσω».
Ο Σάντα δεν ανησυχούσε. Ήξερε ότι το αφεντικό του δεν έκανε βήμα χωρίς αυτόν. Γνώριζε τα τρομερά μυστικά του και ακόμα παραπέρα και άλλα που όταν συνέβαιναν, γύριζε το στομάχι του. «Τουλάχιστον να μην ξαναρχίσει τα ίδια», παρακαλούσε. Τώρα το στομάχι του γύριζε από τις αναταράξεις και τις βουτιές του αεροπλάνου. «

Δεν βλέπω να φτάνουμε απόψε», μουρμούρισε.

«Πρέπει να πείσω το μεγάλο να πει σ΄ αυτό το μεθύστακα, να προσγειωθούμε όπου βρούμε και αύριο, όταν φτιάξει, συνεχίζουμε». Δυστυχώς όμως, ποτέ δεν τον είχε ακούσει.

Ο στρατός του Γκουλαμάρ φύλαγε τις πολύτιμες πέτρες νύχτα μέρα, από ληστές και άλλους επίβουλους. Άδικα ωστόσο. Γιατί ο εχθρός βρισκόταν εντός των τειχών. Ο βασιλιάς ήταν ο εχθρός. Ο βασιλιάς ο ίδιος. Έπαιρνε τα κατεργασμένα διαμάντια και αφού πρώτα στόλισε τα ανάκτορα του, τα υπόλοιπα τα πόντισε με λάσπη στον τοίχο σε φυλασσόμενες σάλες, άλλα τάκρυβε σε ξύλινες κασέλες από ξύλο καμφοράς. Μα τα περισσότερα τα έστελνε μακριά. Τα πουλούσε δηλαδή σε διεθνείς έμπορους. Ο λαός του πεινούσε, καθώς ξέρουμε, μα αυτό είναι αδιάφορο για την ιστορία μας και για την ιστορία γενικότερα, όπως επίσης ξέρουμε. Το αντίτιμο του κοντραμπάντου ήταν τα ταξίδια που γνωρίσαμε, σ’ όλο τον πλανήτη, στην παγκόσμια γη των απολαύσεων. Έφευγε λοιπόν από τη χώρα του κρυφά, ενώ οι αυλικοί διέδιδαν ότι θα αποσυρθεί, μέχρι και σαράντα μέρες κάποιες φορές, για να επικοινωνήσει με τους θεούς τους. Μαζί του πάντα, ο πιστός Σάντα. Πέρασαν χρόνια. Ο βασιλιάς γύρισε όλη τη γη. Και στις θάλασσες των τροπικών πήγε και στους πόλους, στις πλούσιες πρωτεύουσες της δύσης και κυρίως στις πράσινες τσόχες των νυκτερινών άντρων της τύχης.
Οι κεραυνοί αυλάκωναν τον ουρανό ολούθε. Ο βασιλιάς ήταν λυσσασμένος, που δεν μπορούσε να κάνει κάτι για την ασφάλεια του.
«Ποιος ρουφιάνος τα κάνει όλα τούτα;», έσκουξε. «Πόσα διαμάντια θέλει να τα σταματήσει; Ποιος ξέρει απ’ αυτά να τον πληρώσω;».
Ο Γερμανός γύρισε και τον κοίταξε κουνώντας το κεφάλι. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε, αφού ο καθένας βρίζει στη γλώσσα του», όπως είναι γνωστό.
«Πέστε του να προσγειωθεί, όπου μπορεί», παρακάλεσε ο Σάντα.
Ο βασιλιάς εξαγριώθηκε. «Δεν θα αλλάξω εγώ το πρόγραμμα μου για το βρωμόκαιρο. Λείπουμε πολλές μέρες. Τα πράγματα στο Γκουλαμάρ, ξέρεις, πάνε όλο και χειρότερα. Αρχίζουν να μας υποπτεύονται, νομίζω. Μη τους δώσουμε κι άλλες αφορμές».
Μα κι ο Γερμανός διαφώνησε. «Δεν έχει αεροδρόμια, εδώ γύρω. Θέλετε να το φυτέψω σε κανα κορφοβούνι; Θα πάμε. Ξερνώντας αλλά θα πάμε».

Ο βασιλιάς ξόδεψε πολλά απ’ τα διαμάντια του, που άρχισαν σιγά σιγά να λιγοστεύουν. Όταν λιγόστεψαν πολύ, άρχισε να ξηλώνει τα διαμάντια του παλατιού του. Οι μαυραγορίτες που τα αγόραζαν, επικαλούμενοι την καλύτερη οργάνωση των διωκτικών αρχών, πλήρωναν όλο και λιγότερα και χειρότερα. Έπαιρναν διαμάντι για χαρτονόμισμα στο τέλος, εκβιάζοντας.
«Μας παρακολουθάει όλη η Ιντερπόλ», έλεγαν. «Έχουν προσλάβει μέχρι και πρώην δικούς μας και πέτυχαν να κάνουν πολλές συλλήψεις. Κάποιοι μίλησαν και τώρα ο κίνδυνος και για μας τους ίδιους διπλασιάστηκε».

Ο βασιλιάς του Γκουλαμάρ, επειδή ένιωθε ότι για πρώτη φορά οι υπήκοοι του, που περνούσαν τη ζωή τους στις στοές των ορυχείων και έβλεπαν ότι τα διαμάντια που εξόρυξαν λιγοστεύουν και άρχισαν να συζητούν θέματα που δεν τον τιμούσαν, διέσπειρε φήμες για ληστές και κλέφτες ανάμεσα στο λαό του. Έτσι δημιουργήθηκε η μεγάλη φήμη για τις επιδόσεις του κρατιδίου αυτού στα παραμύθια, που το έκανε γνωστό και σε μας αργότερα.

Η αγωνία έζωσε τους δυο επιβάτες, για την πρωτοφανή δοκιμασία.
Ο Πέραντ πετάχτηκε όρθιος παραπατώντας. Ο Γερμανός ούρλιαζε να δεθεί και να κάτσει κάτω.

«Φέρε μία. Αμέσως», διέταξε το Σάντα. «Όχι Μεγαλειότατε», έκανε αυτός έντρομος, «συμφωνήσαμε πως τελειώσαμε μ’ αυτά. Δεν έχω άλλη».
Ο βασιλιάς άρχισε να ουρλιάζει κι αυτός. «Δεν πειράζει, έχω εγώ».
Σήκωσε το μανίκι του και μη μπορώντας να δει λεπτομέρειες και φλέβες κάρφωσε μια σύριγγα ψηλά στον καρπό του. Ύστερα σωριάστηκε στο κάθισμα. Ο Σάντα έτρεμε όλο και περισσότερο. Ένιωθε το μυαλό του έτοιμο να εκραγεί. Έδεσε σφιχτά τον Πέραντ, προσπάθησε να ηρεμήσει, μα άδικα. Έβγαλε από την τσέπη του ένα βαρύ υπνωτικό, το κατάπιε, δέθηκε επίσης σφιχτά και επί τέλους κοιμήθηκε. Ο Ούντο πανηγύρισε.
«Επί τέλους, Αφρικάνικα γουρούνια, κοιμηθήκατε. Να ησυχάσει το κεφάλι μου από σας».


Στοιχειά και τελώνια όλης της γης συνέρρευσαν, έλεγαν οι ντόπιοι, στη μικρή χώρα και έκλεβαν τα διαμάντια. Τις νύχτες πολλοί έβλεπαν φωτεινές σκιές να πετάν στον ουρανό, μόλις έσβηναν οι φωτιές. Δεν ήταν παρά παράξενες εισαγόμενες φωτοβολίδες, που έριχνε ο Σάντα. Κάθε μέρα οι δόλιοι ιθαγενείς περιέγραφαν τα ανατριχιαστικά, που είχαν συμβεί τη νύχτα. «Είμαι σίγουρος πως τα είδα τα πνεύματα», έλεγε κάποιος. «Ήταν ένα τεράστιο, σαν πουλί. Το πέτυχα με τα βέλη μου, μα δεν έπαθε τίποτα. Το είχα μπροστά μου μα δε μπορούσα να το πιάσω». Πώς να πιάσουν λέιζερ, οι φουκαράδες; Κάποιοι όμως καχύποπτοι, έριχναν ο ένας το βάρος στον άλλο, ο λαός διχάστηκε και η διχόνοια δεν άργησε. Η ζωή έγινε πικρή. Κάποιοι ψυχραιμότεροι μπήκαν στη μέση. «Να στήσουμε σκοπιές. Να κάνουμε όλοι βάρδιες γύρω απ’ τα ανάκτορα. Θα τον πιάσουμε τον κλέφτη». Μα και πάλι τα διαμάντια χάνονταν.
Κανένας φυσικά δεν γνώριζε για τη μυστική στοά, που ξεκινούσε απ’ το παλάτι, απ’ όπου τα πολύτιμα λιθαράκια έφταναν στους λαθρέμπορους. Στη στοά αυτή ήταν και η μικρή σπηλιά, όπου ο βασιλιάς είχε φυλακισμένο τον Αλλεσάντρο, τέως κυνηγό κεφαλών Ευρωπαίο, που η τρομερή του ατυχία τον έκανε αιχμάλωτο του Πέραντ. Τον βρήκε αιμόφυρτο στη ζούγκλα και τον έσωσε. Τον έσωσε ή του άνοιξε την πύλη της κόλασης; Κανείς δεν ήξερε. Επιζούσε σαν ξωτικό, έγκλειστος, εξασθενημένος και κοκαλιάρης και εύκολα φανταζόταν και το τρομερό τέλος του. Αυτός δίδαξε ανάγνωση και γραφή στον Πέραντ και το Σάντα και τους αποκάλυψε τα πάντα για τη Δύση, με έμφαση στα καζίνα. Κι έτσι με την αδηφαγία και την πλεονεξία του άρχοντα, δεν άργησε η μέρα που τα διαμάντια τέλειωσαν. Άδικα ο βασιλιάς αναζήτησε βοήθεια στους φίλους του γλεντιού στο εξωτερικό. Τον απαρνήθηκαν, έτσι ωμά. «Πέτρες πρώτα», έλεγαν όλοι. Για ένα διάστημα πλάσαρε πέτρες πλαστές, μα έτσι απέκτησε εχθρούς, που άρχισαν να τον καταδιώκουν. Το ορυχείο έβγαζε όλο και χειρότερες ποιότητες και στο τέλος σκέτο κάρβουνο. Ο λαός αρνιόταν να σκάψει καινούριες στοές στο αδαμαντωρυχείο και ο λόγος του αρχηγού δεν είχε πια την παλιά δύναμη.

Ο Ούντο πάλευε με τις καταιγίδες. Θα απείχε υπολόγιζε κάτι περισσότερο από μισή ώρα ακόμα από το Γκουλαμάρ, μα ο καιρός δεν έλεγε να φτιάξει. «Κοιμήθηκαν. Κοντεύουμε. Λίγο τώρα το θέλω». Έβγαλε το μπουκάλι με το νερό της φωτιάς και άρχισε να τραβάει γουλιές. Κάθε τζούρα μεγάλωνε με τις αναταράξεις. Το ίδιο μεγάλωναν και οι κεραυνοί μπροστά του, που τους έβλεπε τώρα με ανθρώπινο πρόσωπο να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται, κάνοντας μακάβριες γκριμάτσες. Έβλεπε λευκές άμαξες, με μαύρα άλογα να εισβάλουν ξαφνικά στο τοπίο μπροστά του και έκανε τιναχτές κινήσεις να τις αποφύγει, που έκαναν το σκαρί να κουδουνίζει. Ασώματες κεφαλές - πιερότοι σφύριζαν μπροστά του τσιρίζοντας. Χρειάστηκε κι άλλο αλκοόλ για να το αντιμετωπίσει. Μόνο η τεράστια εμπειρία του έμεινε ξύπνια, για να του πει ότι έφτασαν. Το αεροπλάνο δίπλωνε στα δυο σχεδόν στο κατέβασμα και μ’ όλα αυτά βρήκε το σκοτεινό ξέφωτο, που είχε για αεροδρόμιο. Αυτό που δε βρήκε είναι η στάθμη του εδάφους και το σκαφάκι κοπάνησε άγρια κάτω. Τροχοδρόμησε για λίγο κι ύστερα όρμηξε προς τα δέντρα, όπου διαλύθηκε.

Όταν ξύπνησαν την άλλη μέρα οι δύο, βρήκαν το Γερμανό χαμογελαστό αλλά άψυχο στο τιμόνι. Τα πράγματα όλα σκόρπισαν γύρω και δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Φόρεσαν τις προβιές - στολές της φυλής, που είχαν σε κρυψώνα κρυμμένες. Πήραν το δρόμο προς το χωριό, με μώλωπες και πόνους παντού. Οι υπήκοοι έφτασαν με χαρά να τους υποδεχτούν.

«Πάλι έγινε θαύμα», είπε κάποιος. «Χθες το βράδυ ένα φωτεινό πνεύμα ήρθε σφυρίζοντας πάνω από το χωριό και έπεσε από τον ουρανό, κάπου κοντά». Στην υποδοχή μπροστά πήγαιναν, όπως πάντα, τρέχοντας οι άρρωστοι. Άλλοι με πονόδοντους, άλλοι με πυρετούς, με τραχώματα και ενοχλήσεις στα μάτια, κάποιους τους φέραν με πόνους από πρόσφατα κατάγματα. Όλοι περίμεναν την ευλογία και το έλεος του μεγάλου Ορούλα. Γρήγορα κατάλαβαν ότι οι δυο συμπατριώτες τους δεν έφεραν τίποτα. Με τα γεγονότα μάλιστα που προηγήθηκαν, δεν ήταν δύσκολο να μαζευτεί πολλή οργή και αποδοκιμασίες. Καμιά δικαιολογία δεν έγινε δεκτή. Ο Πέραντ κατάλαβε ότι η υπομονή και η ανοχή τελείωσαν.
Γύρισε στον Σάντα. «Αύριο φεύγουμε. Θα αφιερωθούμε στον Ορούλα, το θεό μας για πάντα. Δε χωράμε εδώ. Τέλος. Πριν μας στείλουν αυτοί σε άλλο θεό». «Είσαι τρελός; Δεν έχουμε τίποτα να πουλήσουμε. Τόσον καιρό πουλάμε ψήγματα και κάλπικες πέτρες. Θα μας πάρουν μ’ αυτές τις πέτρες παντού. Ποιος μας περιμένει;». «Ένας βασιλιάς πάντα έχει τον τρόπο του», καυχήθηκε ο αρχηγός του. «Είναι και η εξάρτηση, που θα σε ξεκάνει», έκανε χαμηλόφωνα ο Σάντα. «Θα βρεις τρόπο να φύγουμε, δε θα βρεις; Έτσι κι αλλιώς χαμένος είσαι. Εγώ τι θα γίνω!».
«Ο μεγάλος Ορούλα μας θέλει για πιο πολύ κοντά του», μίλησε ο βασιλιάς στο λαό του. «Θέλει να μάθει πώς ζούμε. Ζήτησε να του πάμε μαϊμούδες κι άλλα σπάνια ζώα, της ζούγκλας. Αύριο λοιπόν θα ξεκινήσουμε για τον ουρανό». Οι υπήκοοι ανατρίχιασαν. ‘Ο,τι αφορούσε απομάκρυνση από το Γκουλαμάρ, τους φάνταζε εξαιρετικά απειλητικό και απόκοσμο, συνδεμένο έντεχνα με δεισιδαιμονίες, υπερφυσικούς φόβους και θάνατο. «Στην επιστροφή θα φέρουμε πλούσια τα δώρα του Ορούλα. Δεν θα μείνει καμιά αρρώστια αθεράπευτη. Οι τυφλοί θα δουν και οι ανάπηροι θα σηκωθούν. Ο πόνος θα εγκαταλείψει για πάντα το βασίλειο και η χαρά θα το σκεπάσει. Οι καταιγίδες θα σταματήσουν και τα ζώα δεν θα ψοφούν. Θα υπάρχει πολλή τροφή και άφθονο νερό». Οι υπήκοοι άκουγαν μαγεμένοι, μα καχύποπτοι. Διχάστηκαν ξανά. Ωστόσο όλοι βοήθησαν να ετοιμαστούν τα εφόδια και έβαλαν τα πουλιά και τ’ άλλα ζώα σε κλουβιά. Τα φόρτωσαν σε ελέφαντες. Στόχος του βασιλιά ήταν να φτάσουν στην κοντινότερη «πολιτισμένη» φυλή, που θα τους οδηγούσε στη θάλασσα κι από κει με κάποιο καραβάκι θα επιχειρούσαν να φτάσουν σε κάποιο κοσμικό νησί του Ινδικού. Μετά πολιτισμός και καζίνα ήταν κοντά….

Ξανοίχτηκαν επί τέλους στον ήσυχο ωκεανό, μοιάζοντας με την κιβωτό του Νώε. Οι μαϊμούδες ανεβοκατέβαιναν στα πανιά, τα ζώα κάθε λίγο βρυχιούνταν και τα πουλιά τιτίβιζαν. Το βασιλικό Γκουλαμάρ σαλπάριζε προς την ευτυχία του.
Ο Σάντα πλησίασε το βασιλιά. «Ο Αλεσσάντρο τι απόγινε;». Σιγή. «Μου απάντησε πως δε θέλει να ακολουθήσει», απάντησε ξερά ενοχλημένος ο Πέραντ. Ο Σάντα κατάλαβε πως είχε κάνει λάθος ερώτηση. Μετά από ώρα μόνο, μπόρεσε να ρωτήσει. «Όλα καλά. Μα πώς θα ζήσουμε;». «Ξέρει ο θεός», απάντησε αυτός. «Και δεν είναι στον ουρανό. Ο μεγαλύτερος Ορούλα του δικού μας Γκουλαμάρ είναι εδώ». Μια μαϊμού ανέβηκε στον ώμο του, μορφάζοντας. «Πρέπει να φτάσουμε έγκαιρα, πριν τα ζώα πεινάσουν και φαν εμάς. Γιατί ο Ορούλα μας και τεράστιος και πολύτιμος είναι, μα και το σκληρότερο πράγμα στη γη είναι και δεν τρώγεται». Οι μαϊμούδες τσίριζαν. Τα μάτια του Σάντα έλαμψαν. «Ώστε υπάρχει. Όλοι μιλάν γι’ αυτό, μα κανείς ποτέ δεν το είδε. Το μεγαλύτερο διαμάντι της γης! Θέλω να το δω. Όλη μου τη ζωή το ονειρευόμουνα».
«Στην ώρα τους όλα. Ξέρουν οι βασιλιάδες. Σου το ‘πα», απάντησε ο Μεγαλειότατος.
Κείνη τη στιγμή τα τσιριχτά των μαϊμούδων έγιναν δυνατότερα. Τόσο που σε ξεκούφαιναν. Ο Σάντα γύρισε. Κάτι σαν μικρή μπάλα που άστραφτε και γυάλιζε, πετούσε στον αέρα. Ο Πέραντ χλώμιασε. «Το διαμάντι. Αφήστε κάτω το διαμάντι, καταραμένες», ούρλιαξε. Η μυθική πολύτιμη πέτρα, ο μεγαλύτερος συγκεντρωμένος πλούτος της γης, το όνειρο των κυνηγών θησαυρών της οικουμένης, ο θρύλος του Γκουλαμάρ, έγινε ένα παιγνίδι ζώων. Ο Σάντα μαγεμένος έκανε να το πιάσει, αλλά η μαϊμού στον ώμο του, πιο γρήγορη, πρόλαβε να το αρπάξει. Ίσα ίσα που τον στράβωσε για λίγο, λαμπυρίζοντας παραμυθένια. Ύστερα με μια απότομη ξαφνική κίνηση, η μαϊμού πέταξε το διαμάντι στο θαλασσινό νερό, στριγγλίζοντας χαρούμενα.....
Το τεράστιο διαμάντι βρίσκεται ακόμα στο βυθό του ωκεανού, κρύβοντας μέσα του όλο τον ανθρώπινο πόθο της κτήσης, περιμένοντας να το εξορύξουν μελλοντικοί μεταλλωρύχοι αδαμαντωρυχείων των βυθών, αν βέβαια ως τότε οι άνθρωποι δεν αλλάξουν γνώμη για τον πλούτο.
Cirut

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο χρόνος σβουριζει προς πάσα κατεύθυνση

 Έχετε  παρατηρήσει  το  ποσο    εύκολα     και  ανεξήγητα     χάνονται  -  λές  και τα κατάπιε  η θάλασσα  -   ζητήματα  που  μας  απασχόλη...