Αναγνώστες

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Αναζητώντας ελευθερία με ασφάλεια:Συνεντευξη του Ζ.Μπαουμαν και βιβλιογραφια


Αναζητώντας ελευθερία με ασφάλειαΟ κορυφαίος στοχαστής Ζ. Μπάουμαν μιλά για τη «ρευστή» σύγχρονη κοινωνία που καθιστά τη ζωή περιπετειώδη και επικίνδυνη

Συνέντευξη στον Βασίλη Μουρδουκούτα*


Αβεβαιότητα, αστάθεια, ευθραυστότητα, παροδικότητα, ρίσκο: Πέντε λέξεις που αποκαλύπτουν διαμιάς τη φυσιογνωμία και το πνεύμα των καιρών μας. Πέντε ειδοποιά γνωρίσματα της ρευστής εποχής μας, σύμφωνα με τον κορυφαίο κοινωνιολόγο και πολιτικό στοχαστή Ζίγκμουντ Μπάουμαν, όπως τα σκιαγραφεί σε συνέντευξή του στην «Κ». Με αφορμή τη μετάφραση στα ελληνικά του έργου του «Ρευστή Αγάπη, Για την Ευθραυστότητα των Ανθρώπινων Δεσμών» (εκδ. Εστία), και με δεδομένη την αυξανόμενη δημοτικότητα των βιβλίων του στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, ζητήσαμε από τον Πολωνό στοχαστή, αυτόν τον ιδιότυπο «φιλελεύθερο σοσιαλιστή», όπως αυτοπεριγράφεται, να μας αποκαλύψει μερικές από τις πτυχές της πολυσχιδούς του σκέψης.
Σύμφωνα με τον Μπάουμαν, στη ρευστή εποχή μας τίποτε δεν μπορεί ή δεν πρέπει να θεωρείται συμπαγές. Όλα τείνουν ή οφείλουν να είναι παροδικά, εφήμερα, βραχύβια. Αυτό που έχει σήμερα αξία, για τον ακατάβλητο homo consumens, είναι το βραχυπρόθεσμο, η νέα αφετηρία, η πλαστικότητα της ύπαρξης. Οι καιροί επιτάσσουν την ευελιξία, την αδιάλειπτη ετοιμότητα για μια νέα αρχή, τη δυνατότητα αυτόματης αδρανοποίησης των όποιων δεσμών. Άλλωστε, οι δεσμοί συνιστούν τροχοπέδη, εμποδίζουν την αλλαγή, καθώς –απαιτώντας τη σταθερότητα και την αφοσίωση– μας καθιστούν δύσκαμπτους.Από τη ζωή ως μαραθώνιο περνάμε έτσι στη ζωή ως καρουζέλ. Μια ζωή δίχως μακροπρόθεσμες επιδιώξεις, δίχως ηθικές δεσμεύσεις ή ανησυχίες, μια ζωή που μόνον ως συρραφή αυτοτελών επεισοδίων θα μπορούσε να περιγραφεί. Μοναχικοί κι αδέσμευτοι πλανήτες στο βασίλειο της ηθικής ευλυγισίας, στέκουμε ανάλγητοι απέναντι στη διαιώνιση της κάθε είδους φτώχειας, δεν αισθανόμαστε καμία ουσιαστική ευθύνη, καμία δέσμευση, καμία υποχρέωση απέναντι στην αδικία, στην ταπείνωση, στην απουσία αξιοπρέπειας. Ωστόσο, για τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν, η ηθική μας διάσταση συνταυτίζεται με τη δέσμευσή μας προς τον άλλο: τον συνάνθρωπο, τον συμπολίτη, τον φίλο, τον σύντροφο, τον ξένο. Επιλέγουμε να είμαστε ηθικοί, αναγνωρίζοντας την ευθύνη μας προς τον άλλο, επειδή έχουμε ήδη επιλέξει να είμαστε άνθρωποι. «Σε αυτήν ακριβώς την επιλογή βασίζεται η ανθρώπινή μας αξιοπρέπεια» υποστηρίζει, και σε αυτό ακριβώς το σημείο αναδεικνύεται η σημασία της όποιας ριζοσπαστικής πολιτικής – πολιτικής που επιδιώκει την επαναφορά της ηθικής στη δημόσια σφαίρα.Εν συνόλω, το έργο και η σκέψη του Μπάουμαν πρεσβεύουν την ανάγκη για μια κοινωνιολογία ανοικτή, χειραφετητική και κριτική. Μια κοινωνιολογία που υπερασπίζεται με σθένος την ανθρωπιά


.— Έχετε περιγράψει τον εαυτό σας ως φιλελεύθερο σοσιαλιστή. Δεν θα μπορούσε να πει κάποιος πως ένας τέτοιος συνδυασμός είναι αντιφατικός;—


Ναι, υπάρχει αντίφαση, αλλά την ίδια στιγμή ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός μόνοι τους θα ήταν μάλλον μονόπλευροι, θα έμοιαζαν τυραννικοί και θα παρήγαν πολλές διαφωνίες. Ο φιλελευθερισμός αντιπροσωπεύει την ατομική ελευθερία, ο σοσιαλισμός την ατομική ασφάλεια που εγγυάται η κοινωνία. Ωστόσο, η ασφάλεια δίχως την ελευθερία μοιάζει με σκλαβιά, και η ελευθερία δίχως την ασφάλεια απειλεί με φόβο και ξεγύμνωμα εμπρός από πρωτοφανείς κινδύνους. Κινδύνους τόσο μεγάλους που ένα άτομο, δίχως την αρωγή και την προστασία που μπορεί να του παράσχει η κοινότητα, αδυνατεί να αντιμετωπίσει από μόνο του.Ο φιλελεύθερος John Stuart Mill επέμενε στο ότι η υπόσχεση ατομικής ελευθερίας και αυτοπροσδιορισμού θα ήταν κενή εάν δεν συμπληρωνόταν από τη σοσιαλιστική διασφάλιση απέναντι στην κακοτυχία και από τη σοσιαλιστική προσήλωση στους αδύναμους, σε όσους δηλαδή δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους πόρους για την αξιοποίηση της ελευθερίας τους για το δικό τους προσωπικό καλό… Κι ο Λόρδος Beveridge, ο δημιουργός του βρετανικού «κράτους πρόνοιας», το οποίο από τότε αντιμετωπίζεται ευρέως ως το πλέον σοσιαλιστικό μέτρο, δεν υπήρξε «σοσιαλιστής», αλλά φιλελεύθερος, ενώ θεωρούσε το κράτος πρόνοιας ως την απόλυτη εκπλήρωση της φιλελεύθερης ιδέας.





Φτωχοί και ταπείνωση— Εκλαμβάνετε τη φτώχεια ως πηγή κάθε είδους ταπείνωσης. Τι ακριβώς εννοείτε όταν αναφέρετε κάτι τέτοιο; Και τι σημαίνει να είναι κανείς φτωχός στην εποχή της ρευστής νεωτερικότητας;—





Η φτώχεια, σήμερα, αποτελεί λιγότερο ζήτημα επιβίωσης και περισσότερο ζήτημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δηλαδή αναγνώρισης και δικαιώματος σεβασμού από τους άλλους. Στους καιρούς μας, το να «είσαι φτωχός» σημαίνει κατά κύριο λόγο το να μη διαθέτεις τα μέσα που απαιτούνται για να αποκτήσεις την αναγνώριση και τον σεβασμό των υπολοίπων. Οι άνθρωποι, στην εποχή μας, κρίνονται πρωτίστως από το τι και πόσο καταναλώνουν. Επί αυτής της βάσης, οι φτωχοί εμφανίζονται ως «ελαττωματικοί καταναλωτές» – και σε αντίθεση με τους φτωχούς του χθες, που προσδιορίζονταν κυρίως ως άνεργοι, δεν διαθέτουν τη δυνατότητα εκ νέου ενεργοποίησης, δεν μπορούν, δηλαδή, να επανέλθουν στην ενεργό κατάσταση. Η επένδυση για την επανένταξή τους, στο πλαίσιο μιας οικονομίας καθοδηγούμενης από την κατανάλωση, εκλαμβάνεται ως σπατάλη δημοσίου χρήματος. Η κοινωνία, σε τελευταία ανάλυση, θα ήταν καλύτερη εάν όλοι οι φτωχοί απλώς τα μάζευαν και έφευγαν μακριά…



«Φιέστες φιλανθρωπίας»



— Μήπως οι σημερινές κοινωνίες απλά λησμονούν το γεγονός ότι δεν είναι αρκετά δίκαιες;



Όχι ακριβώς. Χάρη στα παγκόσμιας εμβέλειας τηλεοπτικά δίκτυα, έχουμε την τάση να αντιδρούμε με ζήλο και ιδιαίτερη ταχύτητα σε καταστροφές που συμβαίνουν σε άλλους ανθρώπους ακόμα και σε πολύ απομακρυσμένα μέρη… Η δυσκολία, τουναντίον, συνίσταται στο ότι οι αντιδράσεις μας δεν είναι παρά «φιέστες φιλανθρωπίας», κατά τη διάρκεια των οποίων δεν πλησιάζουμε καθόλου κοντά στις ρίζες του πόνου. Για παράδειγμα, στέλνουμε φαγητό, καταλύματα και χρήματα στα θύματα φυλετικών αιματοχυσιών, αλλά δεν κάνουμε τίποτα στο να βάλουμε τέλος στην αγορά όπλων, η οποία και κατέστησε δυνατές εκ προοιμίου τέτοιες αιματοχυσίες. Ή, σε άλλη περίπτωση, βιαζόμαστε να βοηθήσουμε τα θύματα της πείνας, αλλά δεν κάνουμε τίποτα στο να περιορίσουμε τις παγκόσμιες αγορές που στερούν τα προς το ζην στους πεινασμένους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, ενώ είμαστε πρόθυμοι να πολεμήσουμε κάθε περίπτωση αδικίας που αποκαλύπτεται δημόσια, η ιδέα ενός «δίκαιου κόσμου» μοιάζει σε μας νεφελώδης.



Πώς θα περιγράφατε τον ρόλο που καλείται να διαδραματίσει σήμερα ένας κοινωνιολόγος; Οφείλει να περιγράφει ή και να ασκεί κριτική;—



Η αναζήτηση ατομικών (τοπικών!) λύσεων σε κοινωνικώς (παγκόσμια!) παραγόμενα προβλήματα συνιστά κοινή απαίτηση προς όλους μας. Πολλές από τις λειτουργίες που μέχρι πρότινος επιτελούνταν από τα έθνη–κράτη έχουν μεταφερθεί στο ατομικό επίπεδο της προσωπικής ζωής (δηλαδή στην πρωτοβουλία και την ευθύνη των ατόμων) και έχουν αφεθεί στις ικανότητες και στους πόρους που διαθέτει ο καθένας ατομικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κοινωνιολογία οφείλει να μεταβάλει τους σκοπούς της: από το να τίθεται στην υπηρεσία του «διαχειριστικού/διευθυντικού λόγου» υποχρεώνεται στο να προσφέρει τις υπηρεσίες της στον «λόγο της διαχείρισης/διεύθυνσης του εαυτού». Πιο συγκεκριμένα, το κύριο έργο της κοινωνικής επιστήμης, σήμερα, συνίσταται στην αποκάλυψη των τρόπων διεύρυνσης της ατομικής ελευθερίας, και όχι –όπως γινόταν στο παρελθόν– στη διερεύνηση των τρόπων συμμόρφωσης των ατόμων στα σχέδια, τους κανόνες και τις τακτικές των διευθυντών/διαχειριστών.Η πλήρωση του εν λόγω σκοπού προϋποθέτει τη συγκέντρωση και παροχή πληροφορίας σχετικά με τις συνθήκες, στις οποίες τα άτομα επιδιώκουν τους σκοπούς της ζωής τους, αλλά και τους παράγοντες διαμέσου των οποίων δημιουργούν τη ζωή τους. Μόνο που, παρέχοντας αυτό το είδος πληροφορίας, η κοινωνιολογία δεν μπορεί παρά να είναι «κριτική» ως προς την πραγματικότητα: όχι από επιλογή, αλλά εξαιτίας της ίδιας της φυσιογνωμίας της. Είτε εκουσίως είτε ακουσίως, η κοινωνιολογία διαπερνά το πέπλο των αυταπατών και σφαλερών αξιώσεων, οι οποίες υποκρύπτουν τις πιέσεις που περιορίζουν τα περιθώρια των ατομικών επιλογών ή δεσμεύουν τις ατομικές αναζητήσεις και τις φιλοδοξίες σε ένα σκηνικό που αποτυγχάνει να απαντήσει στις αναζητήσεις τους και που παρεμποδίζει την εκπλήρωση των φιλοδοξιών τους.Αίσθηση αβεβαιότητας


Πόσο διαφορετικός μπορεί να θεωρηθεί ο σημερινός κόσμος από εκείνον στον οποίο έζησαν οι «κλασικοί» της κοινωνιολογίας, όπως ο Βέμπερ και ο Ντιρκέμ;



Οι διαφορές μεταξύ των κοινωνιών αυτών είναι πάρα πολλές για να καταγραφούν σε μια σύντομη συνομιλία. Αλλά ας εστιάσουμε την προσοχή μας στις μεταβολές που αφορούν στις ανθρώπινες συνθήκες. Η ζωή σήμερα κυριαρχείται από την αίσθηση της αβεβαιότητας. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς, και επικίνδυνο να επιδιώξει «σχέδια ζωής», ή ακόμη και μακροπρόθεσμα σχέδια. Αντίστοιχα επικίνδυνες είναι και οι μακροπρόθεσμες υποσχέσεις. Η ζωή εμφανίζεται κερματισμένη, απαρτίζεται από μια σειρά νέων «εκκινήσεων», των οποίων η διαδοχή είναι σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτη. Οι ικανότητες, το επάγγελμα, το στυλ ζωής, οι σύντροφοι, ακόμη και οι κοινότητες στις οποίες κανείς ανήκει (κοινότητες που σήμερα αναφέρονται με τον όρο «δίκτυα») υπάρχουν μοναχά «μέχρι νεωτέρας», καθόσον οφείλουν να ανασχηματίζονται και να επανατίθενται αδιάλειπτα προς διαπραγμάτευση. Όλα αυτά καθιστούν τη ζωή σήμερα εξαιρετικά περιπετειώδη, αλλά και τρομακτικά επικίνδυνη.



Για ποιο λόγο στην προσπάθειά σας να περιγράψετε την εποχή μας την περιγράφετε με τον όρο «ρευστή» νεωτερικότητα;—





Αποκαλώ τη σύγχρονη κοινωνία «ρευστή», επειδή οι μορφές ζωής και όσα επιδρούν σε αυτές αδυνατούν να διατηρήσουν για πολύ το σχήμα τους. Η «συμπαγής» νεωτερικότητα συνέβαλε και εκείνη στο λιώσιμο («εκσυγχρονισμό») των υφιστάμενων στερεών/σταθερών – μόνον που το έκανε ώστε να τα ανασχηματίσει, εκχύνοντάς τα σε άλλα, καλύτερα σχεδιασμένα καλούπια. Έλιωσε τα όποια στερεά/συμπαγή, όχι επειδή αποστρεφόταν το ότι ήταν στερεά/συμπαγή, αλλά επειδή θεωρούσε ότι δεν ήταν αρκετά. Στους καιρούς μας, όμως, το να είσαι σύγχρονος σημαίνει το να εκσυγχρονίζεις αδιάλειπτα, να εκσυγχρονίζεις πειθαναγκαστικά και παθιασμένα• δίχως να αναμένεις κάποια γραμμή τερματισμού• δίχως να διαθέτεις κάποιο όραμα μιας «τέλειας κοινωνίας», η οποία θα στέψει την όλη προσπάθεια με επιτυχία.Παγκόσμιο και τοπικό


— Ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας, οι κύριες διαδικασίες που διαμορφώνουν τον σύγχρονο κόσμο;




Είναι πολλές αυτές οι διαδικασίες, αλλά το ποιες θα ανακύψουν ως «κύριες» θα εξαρτηθεί από την πορεία που θα λάβει η κοινή μας ιστορία. Ή, μάλλον, οι κυριότερες εξ αυτών θα προκύψουν από την κατεύθυνση που θα επιλέξουμε να δώσουμε στην κοινή μας ιστορία. Εξάλλου, κάθε μια από αυτές τις διαδικασίες είναι «διχαλωτή». Κάθε μια συνιστά απόρροια μιας πάλης μεταξύ συγκρουόμενων τάσεων και η όποια ισορροπία ισχύος προκύπτει μεταξύ αυτών των τάσεων μεταβάλλεται διαρκώς. Σκεφτείτε την «παγκοσμιο–εντοπιότητα» (glocalization, συνδυασμός της παγκοσμιοποίησης και του τοπικισμού) – της ταυτόχρονης, δηλαδή, κίνησης της παγκοσμιοποίησης σε συνδυασμό με την επίμονη προσπάθεια «τόπων» και περιοχών να ανακτήσουν και να αυξήσουν τον έλεγχο της μοίρας τους. Ή σκεφτείτε την παρούσα εμμονή με τα ατομικά δικαιώματα, η οποία στρέφοντας την προσοχή στην προώθηση της ατομικής ευτυχίας, περιορίζει τη σημασία που αποδίδεται στην ευημερία των συνεργατών, της «κοινότητας» ή κάποιας άλλης «ολότητας», και συνδυάστε τη με την άνοδο κάθε τύπου «φονταμενταλισμού» και την ολοένα αυξανόμενη νοσταλγία για την κοινωνία παλαιού τύπου. Πιστεύω πως όλες αυτές οι αντιφάσεις είναι εκδηλώσεις της σύγκρουσης μεταξύ δύο βασικών αξιών: της ασφάλειας και της ελευθερίας. Αμφότερες αυτές οι αξίες είναι ζωτικής σημασίας για τον ανθρώπινο πολιτισμό και για την αξιοπρεπή ζωή, αλλά και εξαιρετικά δύσκολο να συμφιλιωθούν.Το να είσαι ηθικός



Το να είσαι ηθικός παραμένει μια ανοιχτή πιθανότητα; Και τι σημαίνει ηθικότητα;—


Ηθικότητα σημαίνει πάντοτε ενδιαφέρον για τον Άλλο, σημαίνει το να αισθάνεσαι ευθύνη για την ευημερία του Άλλου – αλλά και το να δρας στον άξονα αυτής ακριβώς της ευθύνης προς τον Άλλο. Η παράδοξη κατάσταση με τον ηθικό εαυτό στους καιρούς μας προκύπτει από το γεγονός ότι η αμοιβαία εξάρτηση (και η αντικειμενική ευθύνη για τη μοίρα του καθενός μας) και η ηθική φαντασία δεν εφάπτονται πλέον. Τα όρια των αμοιβαίων εξαρτήσεων, σήμερα, εκτείνονται σε όλο τον πλανήτη. Ως εκ τούτου, σε επίπεδο αρχών, το να «είσαι ηθικός», θα έπρεπε να σημαίνει ότι δείχνεις ενδιαφέρον για όλους «τους Άλλους», ήτοι για την ανθρωπότητα συνολικά.Ο Θεός και η ανθρώπινη ανεπάρκεια



Εξακολουθεί να υπάρχει η ανάγκη της θρησκείας στις κοινωνίες μας ή η επιστήμη και ο εργαλειακός λόγος επαρκούν; Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της πίστης ότι ο κόσμος φτιάχτηκε μέσα σε έξι μέρες από τον Θεό και της πίστης ότι όλοι είμαστε αποτέλεσμα της τυχαιότητας του Big Bang;


Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο πίστεων, μια και δίχως ιδιαίτερη δυσκολία θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί ο Θεός περίμενε τόσο πολύ για να φτιάξει τον κόσμο, αλλά και γιατί ξεκίνησε να δημιουργεί τότε και όχι πριν ή μετά; Αλλά ας αφήσουμε αυτό το πρόβλημα στους θεολόγους (που εγώ δεν είμαι), και ας θέσουμε –αντ’ αυτού– μια κοινωνιολογική ερώτηση: υπάρχει ανάγκη για θρησκευτικά πιστεύω στους δικούς μας τύπους κοινωνιών; Ο Leszek Kolakowski, ο σπουδαίος Πολωνός φιλόσοφος, τόνισε ότι η ανάγκη για τη θρησκεία προκύπτει από το ανθρώπινο συναίσθημα της ανεπάρκειας. Η νεωτερικότητα πρότεινε ότι, αν και το ανθρώπινο υποκείμενο είναι πολύ αδύναμο, ώστε να μπορεί να συντηρηθεί με τα δικά του μέσα, το ανθρώπινο είδος στο σύνολό του είναι παντοδύναμο, όπως εθεωρείτο ο Θεός• και δεδομένων των τυφλών καπρίτσιων της Φύσης που δημιούργησε ο Θεός, ο κόσμος υπό ανθρώπινη διαχείριση θα μπορούσε να πετύχει πολλά, ίσως περισσότερα σε σχέση με έναν κόσμο υπό θεϊκή διαχείριση. Εν ολίγοις, η νεωτερικότητα υποστήριξε την αυτάρκεια της ανθρωπότητας. Μολοταύτα, δύο αιώνες μετά, μπορεί κανείς να ισχυριστεί –δίχως υπερβολή– ότι οι άνθρωποι αποδείχθηκαν φτωχοί διαχειριστές, και ότι υπό ανθρώπινη διαχείριση ο κόσμος δεν είναι λιγότερο χαοτικός, ανοργάνωτος, απρόβλεπτος, απειλούμενος και απειλητικός. Ως εκ τούτου, βιώνουμε την επιστροφή του συναισθήματος της «ανεπάρκειας». Νιώθουμε, σήμερα, ότι η ανθρώπινη διαχείριση δεν επαρκεί για να κάνει τη ζωή πιο ανέμελη• αντί για φάρμακα, σε πολλές περιπτώσεις, η ανθρώπινη διαχείριση παράγει δηλητήρια. Η τελευταία ελπίδα: ίσως το σύμπαν είναι ένας χαμένος στόχος, αλλά τα ανθρώπινα υποκείμενα (τουλάχιστον κάποια από αυτά, όπως οι νιτσεϊκοί «Υπεράνθρωποι»), ίσως αυτά μπορούν να γίνουν σαν θεοί, ικανά να αποκτήσουν και να διαφυλάξουν τον δικό τους ιδιωτικό παράδεισο. Εν τούτοις, καθόσον σήμερα βρισκόμαστε και συμμετέχουμε στη διαδικασία αποδόμησης της ανθρώπινης συλλογικής διαχείρισης, μία αντίστοιχη ελπίδα, για τους λόγους που συνοπτικά ανέφερα παραπάνω, μπορεί να γίνει πικρή, εξαιρετικά πικρή.











Ήθελε να γίνει φυσικός







…Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν γεννήθηκε στην Πολωνία το 1925, από Εβραίους γονείς. Η γερμανική εισβολή θα τον αναγκάσει να καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί θα καταταχθεί στον άρτι συγκροτηθέντα πολωνικό στρατό, ο οποίος συμμετέχει υπό σοβιετική διοίκηση στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο ρωσικό μέτωπο. Είναι η εποχή που ονειρεύεται να γίνει φυσικός, επιθυμώντας να λύσει τα μεγάλα μυστήρια του σύμπαντος.Η επιστροφή στην καθημαγμένη Πολωνία θα μεταβάλει τις προσωπικές του προτεραιότητες. Παρότι ο πόλεμος έχει οδηγήσει την –ήδη χειμαζόμενη προπολεμικά– κοινωνία σε πλήρη αποσύνθεση, από τα συντρίμμια της αναφύεται η ελπίδα ενός αξιοπρεπέστερου μέλλοντος. Η επιτακτική ανάγκη ανασυγκρότησης επιβάλλει την αλλαγή των προσωπικών του στόχων: αντί των μεγάλων μυστηρίων της κοσμολογίας και της φυσικής, «προτεραιότητα τώρα είχε η χώρα μου και το big bang της αναγέννησής της». Η επιλογή της συγκεκριμένης επιστήμης συνιστά προϊόν της πίστης του –την οποία ακόμη και σήμερα φαίνεται, υπό όρους, να διατηρεί– ότι η κοινωνιολογία δύναται να συμβάλει στην αλλαγή του κόσμου: «Η κοινωνιολογία μπορεί να συλλάβει και να καταδείξει τις συνθήκες, υπό τις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν, όπως θα έπρεπε να ζουν ως άνθρωποι».Η ακαδημαϊκή του καριέρα θα ξεκινήσει, με την ανακήρυξή του σε καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, το 1950. Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, η εκδήλωση μιας ευρείας αντισημιτικής κίνησης στην Πολωνία θα τον αναγκάσει να φύγει από τη χώρα. Το 1971, έπειτα από μια δύσκολη περίοδο μετακινήσεων και αστάθειας, θα του δοθεί η έδρα καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Leeds στην Αγγλία. Το 1990, χρονιά που θα του απονεμηθεί το ευρωπαϊκό βραβείο Αμάλφι, ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν θα αποχωρήσει τυπικά από την ακαδημαϊκή ζωή. Το συγγραφικό του έργο, ωστόσο, θα συνεχιστεί με αμείωτους ρυθμούς έως και σήμερα.Έργα του στα ελληνικά



Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του



«Ρευστή αγάπη» (εκδ. Εστία),



«Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι» (εκδ. Χ. Σαΐτης),



«Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της» (εκδ. Ψυχογιός),



«Σπαταλημένες Ζωές. Οι απόβλητοι της Νεωτερικότητας» (εκδ. Μεταίχμιο),



«Ο πολιτισμός ως πράξη» (εκδ. Πατάκης),



«Παγκοσμιοποίηση. Οι συνέπειες για τον άνθρωπο» (εκδ. Πολύτροπον),



«Και πάλι μόνοι: Η ηθική μετά τη βεβαιότητα» (εκδ. Έρασμος).






απο

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 9-9-2007

πηγή
http://ddikeoma.eu/news/wp-content/uploads/2007/09/%C3%8E%E2%80%93%20%C3%8E%C5%93%C3%8F%E2%82%AC%C3%8E%C2%AC%C3%8E%C2%BF%C3%8F%E2%80%A6%C3%8E%C2%BC%C3%8E%C2%B1%C3%8E%C2%BD%20%C3%8F%E2%80%A0%C3%8E%C2%B9%C3%8E%C2%BB%C3%8E%C2%B5%C3%8E%C2%BB%C3%8E%C2%B5%C3%8F%C2%8D%C3%8E%C2%B8%C3%8E%C2%B5%C3%8F%C2%81%C3%8E%C2%BF%C3%8F%E2%80%9A%20%C3%8E%C2%BA%C3%8E%C2%B1%C3%8E%C2%B9%20%C3%8F%C6%92%C3%8E%C2%BF%C3%8F%C6%92%C3%8E%C2%B9%C3%8E%C2%B1%C3%8E%C2%BB%C3%8E%C2%B9%C3%8F%C6%92%C3%8F%E2%80%9E%C3%8E%C2%AE%C3%8F%E2%80%9A.doc

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΠΗΓΑΔΑΚΙΑ

ΠΗΓΑΔΑΚΙΑ  Οι νέοι ίσως δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι αυτά που λέμε τώρα Άυλα στο facebook στη δεκαετία του 70 τα λέγαμε εν σώματι στα πηγ...